- ἁρματηλατῶν
- ἁρματηλάτηςcharioteermasc gen plἁρματηλατέωgo in a chariotpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φακτιωνάριος — ὁ, ΜΑ, και φακτονάριος Μ, και φακτιωνάρης Α αρχηγός φατρίας ιπποδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. factiōnārius «αρχηγός αρματηλατών στον ιππόδρομο»] … Dictionary of Greek